- γεννητός
- η , ό[ν]1) рождённый; 2) см. γεννητάτος; 3) рождающийся, возникающий; порождённый, возникший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γεννητός — γεννητός, ή, όν (AM) [γεννώ] αυτός που οφείλει την ύπαρξή του σε γέννηση και δεν πλάστηκε ως κτίσμα τής Δημιουργίας («θεὸν γεννητὸν κατὰ σάρκα», «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῑς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῡ Βαπτιστοῡ», ΚΔ) ή δεν υιοθετήθηκε («εἴτε… … Dictionary of Greek
γεννητός — begotten masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητόν — γεννητός begotten masc acc sg γεννητός begotten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητοῖς — γεννητός begotten masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητοί — γεννητός begotten masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητούς — γεννητός begotten masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητῆς — γεννητός begotten fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητή — γεννητός begotten fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητῶς — γεννητός begotten adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεννητῷ — γεννητός begotten masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχλογέννητος — κοχλογέννητος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιο γέννητος, πορφυρο γέννητος] … Dictionary of Greek